- ἀναλιχμάομαι
- ἀναλιχμάομαι,A = ἀναλείχω, Philostr.VA5.42: [tense] aor.
ἀνελιχμήσαντο J.AJ8.15.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνελιχμήσαντο J.AJ8.15.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναλιχμήσεσθαι — ἀναλιχμάομαι fut inf mp (attic ionic) ἀ̱ναλιχμήσεσθαι , ἀναλιχμάομαι futperf inf mp (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλιχμωμένην — ἀναλιχμάομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)